άμιστος
Смотреть что такое "άμιστος" в других словарях:
άμισθος — άμισθος, η, ο και άμιστος, η, ο 1. αυτός για τον οποίο δε δίνεται μισθός: Η θέση είναι τιμητική και άμισθη. 2. αυτός που δεν παίρνει μισθό: Διορίστηκε άμισθος πρόξενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)